- επαλλάσσω
- (Α ἐπαλλάσσω και αττ. τ. ἐπαλλάττω)αλλάζω αμοιβαία ή διαδοχικά τη θέση προσώπων ή πραγμάτωννεοελλ.(λογ.) «επαλλάσσουσες έννοιες» — οι έννοιες που περιέχονται στο πλάτος τής ίδιας έννοιας, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στο πλάτος και στο βάθος, οι επικοινωνούσες έννοιεςαρχ.1. (αμτβ.) είμαι τοποθετημένος ή έχω κάτι τοποθετημένο εναλλάξ («ὅσα [ζωα] έπαλλάττει τοὺς ὀδόντας», Αριστοτ.)2. μέσ. διασταυρώνομαι («οὐδέ δόρατα μὴν παραλείψω ὡς ἥκιστα ἄν ἀλλήλοις ἐπαλλάττοιτο», Ξεν.)3. παθ. (για λόγια) διαστρέφομαι, παρερμηνεύομαι4. μεταβάλλω, μετατρέπω, αλλάζω5. παραλλάσσω κάπως, πλησιάζω, συγγενεύω με κάτι6. συγχέομαι, αναμιγνύομαι7. εναλλάσσομαι8. διαδίδομαι από τον έναν στον άλλο9. πηδώ πάνω στα ίχνη άλλου που προηγήθηκε («ἐπαλάττω ἅλματα», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.